ανθομολογησις

ανθομολογησις
    ἀνθομολόγησις
    -εως ἥ
    1) взаимное соглашение Polyb.
    2) признание, свидетельство
    

(τῶν ἄλλων Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανθομολογησις" в других словарях:

  • ανθομολόγησις — ἀνθομολόγησις, η (AM) μσν. εξομολόγηση αρχ. 1. αμοιβαία συμφωνία, σύμβαση 2. ομολογία, παραδοχή, αναγνώριση …   Dictionary of Greek

  • ἀνθομολόγησις — mutual agreement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθομολογήσει — ἀνθομολόγησις mutual agreement fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνθομολογήσεϊ , ἀνθομολόγησις mutual agreement fem dat sg (epic) ἀνθομολόγησις mutual agreement fem dat sg (attic ionic) ἀνθομολογέομαι make a mutual agreement fut ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθομολόγησιν — ἀνθομολόγησις mutual agreement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθομολογήσεως — ἀνθομολογήσεω̆ς , ἀνθομολόγησις mutual agreement fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»